Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διαθλώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διαθλ|ώ <-άς, -ασα, -άστηκα, -ασμένος> [ðiaˈθlɔ] VERB μεταβ ΦΥΣ

διαθλώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский