Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διαδρομή“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διαδρομή [ðiaðrɔˈmi] SUBST θηλ

1. διαδρομή (διάστημα, δρόμος):

διαδρομή
Strecke θηλ
διαδρομή εμβόλου
Hub αρσ
διαδρομή εμβόλου
Kolbenhub αρσ
Hublänge θηλ

2. διαδρομή (πορεία με όχημα):

διαδρομή
Fahrt θηλ
ειδική διαδρομή (λεωφορίου)
Sonderfahrt θηλ

3. διαδρομή ΑΘΛ (κολύμβηση):

διαδρομή
Bahn θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με διαδρομή

διαδρομή θηλ εμβόλου
Hub αρσ
διαδρομή θηλ υπερπηδήσεων
διαδρομή εμβόλου
Hub αρσ
ειδική διαδρομή (λεωφορίου)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский