Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διάζευξη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διάζευξ|η <-εις> [ðiˈazɛfksi] SUBST θηλ

1. διάζευξη (χωρισμός):

διάζευξη
Trennung θηλ

2. διάζευξη (διαζύγιο):

διάζευξη
Scheidung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский