Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δημεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δημεύ|ω <-σα, -τηκα, -μένος> [ðiˈmɛvɔ] VERB μεταβ

δημεύω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский