Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δίχρονος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δίχρον|ος <-η, -ο> [ˈðixrɔnɔs] ΕΠΊΘ

1. δίχρονος (δύο ετών):

δίχρονος
zwei Jahre altes Kind ουδ

ιδιωτισμοί:

Zweitaktmotor αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με δίχρονος

δίχρονος κινητήρας

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский