Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δίδαγμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δίδαγμα [ˈðiðaɣma] SUBST ουδ

1. δίδαγμα (το διδασκόμενο δόγματος ή πείρας):

δίδαγμα
Lehre θηλ
αυτό να σου γίνει δίδαγμα
die Lehren θηλ πλ des Buddha

2. δίδαγμα (μιας ιστορίας):

δίδαγμα
Moral θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με δίδαγμα

ηθικό δίδαγμα
Moral θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский