Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „γόητρο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

γόητρο [ˈɣɔitrɔ] SUBST ουδ

1. γόητρο (αίγλη, κύρος):

γόητρο
Prestige ουδ

2. γόητρο (μέσο γοητείας):

γόητρο
Reiz αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский