Ελληνικά » Γερμανικά

γωνιακ|ός <-ή, -ό> [ɣɔniaˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. γωνιακός (που βρίσκεται στη γωνία):

γωνιακός
Eck-

2. γωνιακός ΜΑΘ:

γωνιακός
Winkel-

Παραδειγματικές φράσεις με γωνιακός

γωνιακός τροχός
γωνιακός καναπές
Ecksofa ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский