Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „γυναικάρα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

γυναικάρα [jinɛˈkara] SUBST θηλ (μεγαλόσωμη γυναίκα)

γυναικάρα
Mannweib ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский