Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „γυμνάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . γυμνά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [jimˈnazɔ] VERB μεταβ

1. γυμνάζω (γενικά):

γυμνάζω

2. γυμνάζω (ζώα):

γυμνάζω

II . γυμνάζομαι VERB αυτοπ ρήμα (εκτελώ σωματικές ασκήσεις)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский