Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „γρυλίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

γρυλί|ζω <-σα> [ɣriˈlizɔ] VERB αμετάβ

1. γρυλίζω (γουρούνι):

γρυλίζω

2. γρυλίζω μτφ:

γρυλίζω (σκύλος) (άνθρωπος)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский