Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „γουναράς“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

γουναρ|άς <-άδες> [ɣunaˈras] SUBST αρσ

1. γουναράς (τεχνίτης):

γουναράς
Kürschner αρσ

2. γουναράς (έμπορος):

γουναράς
Pelzhändler αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский