Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: γιορτασμός , γιορτάζω , γιορτή , γιορτινός , γιορταστικός και γιόρτασμα

I . γιορτά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [jɔrˈtazɔ] VERB μεταβ/αμετάβ (πανηγυρίζω)

II . γιορτά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [jɔrˈtazɔ] VERB αμετάβ ΘΡΗΣΚ

γιορτασμός [jɔrtazˈmɔs] SUBST αρσ

γιόρτασμα [ˈjɔrtazma] SUBST ουδ

γιορταστικ|ός <-ή, -ό> [jɔrtastiˈkɔs] ΕΠΊΘ

γιορτιν|ός <-ή, -ό> [jɔrtiˈnɔs] ΕΠΊΘ

γιορτή [jɔrˈti], εορτή [ɛɔrˈti] SUBST θηλ

1. γιορτή (πανηγυρισμός, εορτή):

Feier θηλ

3. γιορτή ΘΡΗΣΚ (ονομαστική):

Namenstag αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский