Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „γινόμενο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

γινόμενο [jiˈnɔmɛnɔ] SUBST ουδ ΜΑΘ

γινόμενο
Produkt ουδ
μερικό γινόμενο
Teilprodukt ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με γινόμενο

γινόμενο ουδ ιόντων
καρτεσιανό γινόμενο
μερικό γινόμενο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский