Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „γέμιση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

γέμισ|η <-εις> [ˈjɛmisi] SUBST θηλ

1. γέμιση ΜΑΓΕΙΡ:

γέμιση
Füllung θηλ

2. γέμιση (φεγγαριού):

γέμιση
Zunehmen ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский