Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βύζαγμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

βύζαγμα [ˈvizaɣma] SUBST ουδ

1. βύζαγμα (θηλασμός):

βύζαγμα
Stillen ουδ

2. βύζαγμα (ρούφηγμα):

βύζαγμα
Saugen ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский