Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βόλος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

βόλος [ˈvɔlɔs] SUBST αρσ

1. βόλος (μάζα):

βόλος
Klumpen αρσ

2. βόλος (από χώμα):

βόλος
Erdklumpen αρσ

3. βόλος (μπίλια):

βόλος
Murmel θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский