Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βωξίτης“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

βωξίτης

βωξίτης s. βοξίτης

Βλέπε και: βοξίτης

βοξίτης [vɔˈksitis] SUBST αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский