Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βυζί“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

βυζί [viˈzi] SUBST ουδ

1. βυζί (ανθρώπου):

βυζί
Brust θηλ
βυζί
Busen αρσ

2. βυζί (ζώου):

βυζί
Euter αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский