Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „مَنْقُولٌ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

βρομόστομα [vrɔˈmɔstɔma] SUBST ουδ

1. βρομόστομα (βρομόγλωσσα):

βρομόστομα

2. βρομόστομα (άνθρωπος):

βρομόστομα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский