Ελληνικά » Γερμανικά

βρικολακιά|ζω <-σα, -σμένος> [vrikɔlaˈcazɔ] VERB αμετάβ

1. βρικολακιάζω (γίνομαι βρικόλακας):

βρικολακιάζω

2. βρικολακιάζω (περασμένα: επιστρέφω):

βρικολακιάζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский