Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βραδύνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . βραδύν|ω <-α> [vraˈðinɔ] VERB μεταβ (κάνω πιο αργό)

βραδύνω

II . βραδύν|ω <-α> [vraˈðinɔ] VERB αμετάβ (καθυστερώ)

βραδύνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский