Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βούλευμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

βούλευμα [ˈvulɛvma] SUBST ουδ

βούλευμα
Beschluss αρσ
παραπεμπτικό βούλευμα

Παραδειγματικές φράσεις με βούλευμα

παραπεμπτικό βούλευμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский