Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βουλιμία“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

βουλιμία [vuliˈmia] SUBST θηλ

1. βουλιμία (για το χρήμα κτλ):

βουλιμία για
Gier θηλ nach

2. βουλιμία (πείνα):

έχω βουλιμία στο φαΐ

3. βουλιμία (έντονη επιθυμία):

βουλιμία για
Verlangen ουδ nach

4. βουλιμία ΙΑΤΡ:

βουλιμία
Bulimie θηλ
βουλιμία

Παραδειγματικές φράσεις με βουλιμία

έχω βουλιμία στο φαΐ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский