Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βομβιστής“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

βομβιστής (βομβίστρια) [vɔɱvisˈtis, vɔɱˈvistria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ) (που τοποθετεί βόμβες)

βομβιστής (βομβίστρια)
Bombenleger(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский