Ελληνικά » Γερμανικά

βλάπτω

βλάπτω s. βλάφτω

Βλέπε και: βλάφτω

βλά|φτω [ˈvlaftɔ], βλά|πτω [ˈvlaptɔ] <-ψα, -φτηκα, -μμένος> VERB μεταβ

βλά|φτω [ˈvlaftɔ], βλά|πτω [ˈvlaptɔ] <-ψα, -φτηκα, -μμένος> VERB μεταβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский