Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βιάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

β|ιάζω <-ίασα, -ιάστηκα, -ιασμένος> [viˈazɔ] VERB μεταβ

1. βιάζω (αναγκάζω):

βιάζω

2. βιάζω (γυναίκα):

βιάζω

3. βιάζω (πόρτα):

βιάζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский