Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βηματίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

βηματί|ζω <-σα> [vimaˈtizɔ] VERB αμετάβ

βηματίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский