Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βενιγκασία“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

βενιγκασία [vɛniŋgaˈsia] SUBST θηλ

βενιγκασίακηποφόρος)
Wachskürbis αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με βενιγκασία

βενιγκασίακηποφόρος)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский