Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βαφή“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

βαφή [vaˈfi] SUBST θηλ

1. βαφή (η πράξη):

βαφή
Färbung θηλ

2. βαφή (μετάλλου: σκλήρυνση):

βαφή
Härtung θηλ
ισόθερμη βαφή
Härtetiefe θηλ
Härteofen αρσ

3. βαφή (μπογιά):

βαφή
Farbe θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με βαφή

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский