Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βαθύφωνος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . βαθύφων|ος <-η, -ο> [vaˈθifɔnɔs] ΕΠΊΘ (άνθρωπος)

βαθύφωνος

II . βαθύφων|ος [vaˈθifɔnɔs] SUBST mf

1. βαθύφωνος (τραγουδίστρια):

βαθύφωνος
Altistin θηλ
βαθύφωνος

2. βαθύφωνος (τραγουδιστής):

βαθύφωνος
Bass αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский