Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αψηφώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αψηφ|ώ <-άς, -ησα> [apsiˈfɔ] VERB μεταβ

1. αψηφώ (τον κίνδυνο, τα χρήματα):

αψηφώ

2. αψηφώ (συμβουλές, νόμο):

αψηφώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский