Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αχώνευτος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αχώνευτ|ος <-η, -ο> [aˈxɔnɛftɔs] ΕΠΊΘ

1. αχώνευτος (που δε χωνεύτηκε):

αχώνευτος

2. αχώνευτος (που δε χωνεύεται):

αχώνευτος

3. αχώνευτος μτφ (άνθρωπος):

αχώνευτος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский