Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αχίλλειος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αχίλλει|ος <-ος, -ο> [aˈçiliɔs] ΕΠΊΘ

αχίλλειος
Achilles-
αχίλλειος πτέρνα
Achillesferse θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με αχίλλειος

αχίλλειος πτέρνα
αχίλλειος τένοντας

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский