Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αυτόπτης“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αυτόπτης [afˈtɔptis] SUBST αρσ

αυτόπτης
Augenzeuge αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με αυτόπτης

αυτόπτης μάρτυρας
Augenzeuge αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский