Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αυτοτραυματίζομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αυτοτραυματί|ζομαι <-στηκα, -σμένος> [aftɔtravmaˈtizɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα

αυτοτραυματίζομαι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский