Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αυτονομούμαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αυτονομ|ούμαι <-ήθκα, -ημένος> [aftɔnɔˈmumɛ] VERB αυτοπ ρήμα

αυτονομούμαι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский