Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αυλικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . αυλικ|ός <-ή, -ό> [avliˈkɔs] ΕΠΊΘ

αυλικός
Hof-

II . αυλικ|ός <-ή, -ό> [avliˈkɔs] SUBST αρσ (ο της βασιλικής αυλής)

αυλικός
Höfling αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский