Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αττικό“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αττικό [atiˈkɔ] SUBST ουδ (αψίδας)

αττικό
Attika θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский