Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ατροφία“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ατροφία [atrɔˈfia] SUBST θηλ

1. ατροφία (ατελής θρέψη):

ατροφία

2. ατροφία (πάθος οργάνων):

ατροφία
Atrophie θηλ
μυϊκή ατροφία

Παραδειγματικές φράσεις με ατροφία

μυϊκή ατροφία

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский