Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: ατομιστής , ατομικότητα , ατομιστικός και ατομισμός

ατομιστής (ατομίστρια) [atɔmisˈtis, atɔˈmistria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

ατομιστής (ατομίστρια)
Individualist(in) αρσ (θηλ)

ατομιστικ|ός <-ή, -ό> [atɔmistiˈkɔs] ΕΠΊΘ

ατομικότητα [atɔmiˈkɔtita] SUBST θηλ

ατομισμός [atɔmizˈmɔs] SUBST αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский