Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ατημελησία“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ατημελησία [atimɛliˈsia], ατημέλεια [atiˈmɛlia] SUBST θηλ

ατημελησία

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский