Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: απασχολούμενοι , ασχολούμαι , ομιλουμένη και καθομιλουμένη

απασχολούμενοι [apasxɔˈlumɛni] SUBST αρσ πλ

ασχολ|ούμαι <-ήθηκα, -ημένος> [asxɔˈlumɛ] VERB αυτοπ ρήμα

ομιλουμένη [ɔmiluˈmɛni] SUBST θηλ

καθομιλουμένη [kaθɔmiluˈmɛni] SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский