Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αστοχώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αστοχ|ώ <-είς, -ησα, -ημένος> [astɔˈxɔ] VERB αμετάβ

1. αστοχώ (πείραμα, απόπειρα, προσπάθειες):

αστοχώ

3. αστοχώ (κάνω λάθος):

αστοχώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский