Ελληνικά » Γερμανικά

ασοβάντιστος

ασοβάντιστος s. ασουβάντιστος

Βλέπε και: ασουβάντιστος

ασουβάντιστ|ος [asuˈva(n)distɔs], ασοβάντιστ|ος [asɔˈva(n)distɔs] <-η, -ο> ΕΠΊΘ (τοίχος)

ασουβάντιστ|ος [asuˈva(n)distɔs], ασοβάντιστ|ος [asɔˈva(n)distɔs] <-η, -ο> ΕΠΊΘ (τοίχος)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский