Ελληνικά » Γερμανικά

αρχαιολάτρης (αρχαιολάτρισσα) [arçɛɔˈlatris, arçɛɔˈlatrisa] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

αρχαιολάτρης (αρχαιολάτρισσα)
Liebhaber αρσ
αρχαιολάτρης (αρχαιολάτρισσα)

αρχαιολογικ|ός <-ή, -ό> [arçɛɔlɔjiˈkɔs] ΕΠΊΘ

αρχαιογνωσία [arçɛɔɣnɔˈsia] SUBST θηλ

αρχαιοκαπηλία [arçɛɔkapiˈlia] SUBST θηλ

αρχαιολόγος [arçɛɔˈlɔɣɔs] SUBST mf

αρχαιότητα [arçɛˈɔtita] SUBST θηλ

1. αρχαιότητα (εποχή):

Altertum ουδ
Antike θηλ
Altertümer ουδ πλ

2. αρχαιότητα (σε υπηρεσία):

Dienstalter ουδ

αρχαιοπρεπ|ής <-ής, -ές> [arçɛɔprɛˈpis] ΕΠΊΘ

αρχαιότροπ|ος <-η, -ο> [arçɛˈɔtrɔpɔs] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский