Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αρχαΐζουσα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αρχαΐζουσα [arxaˈizusa] SUBST θηλ (γλώσσα)

αρχαΐζουσα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский