Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αρμόδιος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αρμόδι|ος <-α, -ο> [arˈmɔðiɔs] ΕΠΊΘ

1. αρμόδιος (κατάλληλος, πρόσφορος):

αρμόδιος

2. αρμόδιος (κατάλληλος να κρίνει):

αρμόδιος

3. αρμόδιος (υπεύθυνος):

αρμόδιος για
ποιος είναι (ο) αρμόδιος γι' αυτό;

Παραδειγματικές φράσεις με αρμόδιος

ποιος είναι (ο) αρμόδιος γι' αυτό;

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский