Ελληνικά » Γερμανικά

αριστεριστής (αριστερίστρια) [aristɛrisˈtis, aristɛˈristria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

αριστεριστής (αριστερίστρια)

αριστερισμός [aristɛrizˈmɔs] SUBST αρσ

αριστερόστροφ|ος <-η, -ο> [aristɛˈrɔstrɔfɔs] ΕΠΊΘ

1. αριστερόστροφος (γενικά):

αριστερίστικ|ος <-η, -ο> [aristɛˈristikɔs] ΕΠΊΘ

αριστεροχειρία [aristɛrɔçiˈria] SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский