Ελληνικά » Γερμανικά

αργόσχολ|ος (-η) [arˈɣɔsxɔl|ɔs, -i] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

αργόσχολος (-η)
Müßiggänger(in) αρσ (θηλ)
αργόσχολος αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский